1 κριθαω
(κριθῶν πῶλος Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь > κριθαω
2 κριθάω
κριθῶν πῶλος A.Ag. 1641
κριθώσης ὄνου S.Fr. 876
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριθάω